Για όλους όσους έχουν βρεθεί έστω και για μία φορά στη Ζαχάρω, το πρώτο πράγμα που τους έρχεται στο μυαλό όταν ακούν γι’ αυτήν είναι η θάλασσά της. Στον μυχό του Κυπαρισσιακού κόλπου, αποτελεί μέρος της “ατελείωτης” παραλίας του νομού Ηλείας ο οποίος βρέχεται από το Ιόνιο πέλαγος, και η λέξη ατελείωτη δεν αποτελεί καθόλου υπερβολή: ενώ στα περισσότερα μέρη η παραλία καταλαμβάνει το πολύ μερικές εκατοντάδες μέτρα, στη Ζαχάρω πραγματικά εκτείνεται ως εκεί που φθάνει το μάτι. Βέβαια, στην περίπτωσή της ο όρος “παραλία” είναι σχετικός, γιατί λόγω της πολύ μεγάλης ακτογραμμής είναι δύσκολο να πει κανείς πού σταματά η μία και πού ξεκινά η επόμενη ακρογιαλιά.
Από τη θέσπιση του θεσμού της Γαλάζιας σημαίας, η Ζαχάρω βραβεύεται κάθε χρόνο με αυτήν τη διάκριση. Όχι άδικα, θεωρείται από τις πιο γνωστές παραλίες της Ελλάδας, χάρη στη μεγάλη έκτασή της, τα καθαρά καταγάλανα νερά της και την χρυσή της άμμο. Κάθε καλοκαίρι συρρέει σε αυτήν πλήθος επισκεπτών, Ελλήνων και ξένων, για να απολαύσουν το χάδι του ήλιου και την κολύμβηση στα ήρεμα νερά της, ενώ προσφέρεται και για θαλάσσια σπορ.
Χαρακτηριστικό της είναι επίσης πως αν και αρκετά γνωστή, εντούτοις οι επισκέπτες δεν θα συναντήσουν τον συνωστισμό που παρατηρείται σε άλλα μέρη το καλοκαίρι. Έτσι, έχουν την δυνατότητα να κάνουν μπάνιο στην οργανωμένη κεντρική παραλία (που διαθέτει υπαίθριο μπαρ, ξαπλώστρες και ομπρέλες) ή στον Κακόβατο, που είναι και οι πιο πολυσύχναστες, ή να επιλέξουν μια άλλη που συγκεντρώνει λιγότερο κόσμο, όπως ο Μπισχινόκαμπος (κοντά στα PALM Apartments), το Νεοχώρι ή το Γιαννιτσοχώρι. Φυσικά υπάρχουν και πάρα πολλές ερημικές τοποθεσίες κατά μήκος της ακτής, για όσους προτιμούν την ησυχία και την απομόνωση. Η τεράστια έκταση της περιοχής εγγυάται πως όλοι θα βρουν την παραλία που θα ικανοποιήσει τα γούστα τους.
Ο άλλος λόγος για τον οποίο η Ζαχάρω απολαμβάνει τόσο μεγάλης φήμης είναι αναμφίβολα ο Καϊάφας, μια περιοχή 2 χλμ βόρεια της πόλης, όπου η ομώνυμη λίμνη βρίσκεται στους πρόποδες του όρους Λαπίθας. Πρόκειται για ένα τοπίο σπάνιας ομορφιάς, όπου συνδυάζονται με μοναδικό τρόπο λίμνη, βουνό, δάσος και παραλία.
Σύμφωνα με την παράδοση, η περιοχή ονομάστηκε έτσι από τον δικαστή του Χριστού, ο οποίος κάποτε ταξίδευε με πλοίο και συνάντησε τρικυμία που τον ανάγκασε να αγκυροβολήσει στην περιοχή. Πλύθηκε στα νερά της εκεί πηγής κι από τότε τα νερά της απέκτησαν την χαρακτηριστική θειώδη οσμή τους. Ένας αρχαιότερος μύθος θέλει την οσμή αυτή να προέρχεται από τον Κένταυρο Νέσσο, όταν έπλυνε εκεί την πληγή από το βέλος που του έριξε ο Ηρακλής. Πάντως, το πιθανότερο είναι το όνομα να οφείλεται στη νύμφη Καλιάφεια που μαζί με την Πηγαία και Ίαση υποτίθεται ότι κατοικούσε στο σπήλαιο των Ανυγρίδων νυμφών, απ’ όπου αναβλύζουν τα νερά της πηγής.
Η πηγή και τα λουτρά της ήταν γνωστά από την αρχαιότητα για τις ιαματικές ιδιότητές τους. Μάλιστα στην περιοχή των πηγών υπήρχαν θυσιαστήρια όπου οι άρρωστοι τελούσαν θυσίες στις νύμφες για να ζητήσουν την ίασή τους. Η χρήση των λουτρών συνεχίζεται μέχρι σήμερα, μιας και θεωρούνται ευεργετικά για μυοσκελετικές, δερματικές κι αναπνευστικές παθήσεις. Το σπήλαιο έχει διαμορφωθεί κατάλληλα και λειτουργεί ως υδροθεραπευτήριο, που το επισκέπτονται αρκετοί παραθεριστές κάθε χρόνο. Διακόσια μέτρα από αυτό βρίσκεται η πηγή του Γερανίου, που το νερό της ενδείκνυται για θεραπεία των παθήσεων των νεφρών και του ήπατος.
Η λίμνη του Καϊάφα δημιουργήθηκε κατά τον 6ο π.Χ. αιώνα ως αποτέλεσμα μεγάλων σεισμικών δονήσεων που προκάλεσαν καθίζηση του εδάφους. Με μήκος 3 χλμ και πλάτος μεταξύ 500 και 600 μέτρων, καταλαμβάνει έκταση περίπου 1500 στρεμμάτων. Στα νερά της διαβιούν ψάρια, χελώνες και χέλια, ενώ αποτελεί ενδιάμεσο σταθμό για πολλά είδη αποδημητικών πτηνών κάθε χειμώνα. Στο μέσο της, στο νησάκι της Αγίας Αικατερίνης βρίσκονται οι εγκαταστάσεις του ΕΟΤ και από εκεί ξεκινά το καραβάκι που προσφέρει περιήγηση στη λίμνη. Τους καλοκαιρινούς μήνες ο Καϊάφας αποτελεί χώρο προετοιμασίας για ομάδες κωπηλασίας και θαλάσσιου σκι και φιλοξενεί αρκετές διοργανώσεις αυτών των αθλημάτων, με αφετηρία το Πανευρωπαϊκό Πρωτάθλημα θαλάσσιου σκι το 1997. Λόγω των ιδανικών συνθηκών της (προστατευμένη από ανέμους, με ελάχιστο κυματισμό και ήπιο κλίμα ακόμη και τον χειμώνα) η τοποθεσία θεωρείται από τις καταλληλότερες σε όλη την Ευρώπη για ναυταθλητικές δραστηριότητες.
Ο Καϊάφας είναι ένα μαγικό μέρος, στο οποίο η μοναδικότητα του τοπίου διακρίνεται όπου κι αν στρέψει κανείς το βλέμμα του. Ο επιβλητικός ορεινός όγκος του Λαπίθα υψώνεται από πάνω του και μπορεί κανείς να περιηγηθεί στις πλαγιές του, ακολουθώντας μονοπάτια αιώνων. Η ίδια η λίμνη περιβάλλεται από το πασίγνωστο πευκοδάσος που όσο κι αν επλήγη από τις πρόσφατες πυρκαγιές, διατηρεί την ομορφιά του και χαρίζει στον επισκέπτη μια απερίγραπτη αίσθηση χαλάρωσης κι επαφής με την φύση καθώς περπατά στη σκιά των δέντρων του.
Η ομορφιά του μέρους δεν περιορίζεται όμως στο χώρο της λίμνης. Ο επισκέπτης μπορεί να συνεχίσει την περιήγησή του διασχίζοντας την Εθνική Οδό που απέχει μερικές δεκάδες μέτρα από το νησάκι, να περάσει από τις γραμμές του τρένου και να περπατήσει στην χρυσή άμμο, που σχηματίζει θίνες, σταματώντας για ξεκούραση κάτω από τις συστάδες των πεύκων. Ακολουθώντας την ανηφορική κλίση του εδάφους, θα προσπεράσει τον παλιό πύργο που χρησίμευε ως παρατηρητήριο ενάντια στις επιδρομές των πειρατών, θα φτάσει στον τελευταίο αμμόλοφο και τότε θα αντικρύσει ένα υπέροχο θέαμα: την αχανή παραλία του Καϊάφα να απλώνεται μπροστά του, που θα τον κερδίσει με την απλότητα και την απαλλαγμένη από ανθρώπινες επεμβάσεις γοητεία της. Επιβάλλεται η παραμονή στην παραλία μέχρι το ηλιοβασίλεμα, το οποίο πραγματικά κόβει την ανάσα με τις εναλλαγές των χρωμάτων που αποκτά ο ουρανός και συγκαταλέγεται στα ομορφότερα όλης της Ελλάδας.
Η Νέδα, ο μοναδικός ποταμός της Ελλάδας με θηλυκό όνομα, αποτελεί φυσικό σύνορο μεταξύ των νομών Ηλείας και Μεσσηνίας. Πηγάζει από το όρος Λύκαιο στα ορεινά της Μεσσηνίας κι ακολουθεί μια διαδρομή 32 χιλιομέτρων πριν να εκβάλλει στο Ιόνιο πέλαγος, στη θέση Ελαία.
Οφείλει το όνομά του στη Νέδα, που μαζί με την Θεισόα και την Αγνώ ήταν οι νύμφες στις οποίες (βάσει της αρκαδικής μυθολογικής παράδοσης) η θεά Ρέα ανέθεσε να μεγαλώσουν τον Δία όταν γεννήθηκε, για να τον προστατεύσει από την μανία του πατέρα τού, Κρόνου.
Ο ίδιος ο ποταμός καθώς και το φαράγγι μέσα από το οποίο περνά στο μεγαλύτερο μήκος του είναι μια μέχρι πρόσφατα ανεξερεύνητη γωνιά της ελληνικής φύσης και θεωρείται ένα από τα παρθένα μέρη της Ελλάδας, αφού τα σημάδια της ανθρώπινης παρέμβασης σε αυτό είναι ελάχιστα και διακριτικά. Οποιοσδήποτε έχει επισκεφτεί τη Νέδα δεν μένει ασυγκίνητος από τη μεγαλειώδη ομορφιά του τοπίου της: οι πλαγιές του φαραγγιού είναι κατάφυτες με υδροχαρή βλάστηση, αιωνόβια πλατάνια και βελανιδιές στέκουν αγέρωχα πάνω από τα καθαρά ανοιχτοπράσινα νερά του ποταμού και συστάδες από λεύκες, αγριοφουντουκιές, καρυδιές, κυπαρίσσια και πουρναριές χαρίζουν τη σκιά τους στους επισκέπτες που θέλουν να ξεκουραστούν, ακούγοντας το κελαΐδισμα των πουλιών. Στο φαράγγι βρίσκουν καταφύγιο βίδρες, αλεπούδες, σπάνια ερπετά και πουλιά, ενώ πεταλούδες και λιβελούλες πετούν στις όχθες του ποταμού. Σε πολλά σημεία υψώνονται επιβλητικοί βράχοι, ενώ κατά μήκος της κοίτης του ποταμού υπάρχουν 3 καταρράκτες.
Η Νέδα γίνεται προσπελάσιμη από Μάιο έως Σεπτέμβριο, όταν χαμηλώνει η στάθμη των νερών της. Τότε αρκετοί επισκέπτες επιδίδονται σε πεζοπορία στο φαράγγι - οι πιο τολμηροί διασχίζουν όλο το μήκος της Νέδας, μια εμπειρία που προσφέρει δυνατές συγκινήσεις, αλλά απαιτεί χρόνο, ιδιαίτερη προσοχή κι οπωσδήποτε αθλητικό εξοπλισμό: εκτός από την πεζοπορία κάτω από τον δυνατό ήλιο, σε αρκετά σημεία το ρεύμα γίνεται ορμητικό, στενά περάσματα δυσχεραίνουν την πορεία και αλλού ο μόνος τρόπος διάβασης είναι κολυμπώντας. Φυσικά, οποτεδήποτε κάποιος θέλει να δροσιστεί, μπορεί να βουτήξει στα παγωμένα νερά του ποταμού ή σε μια από τις λιμνούλες που σχηματίζονται στη βάση κάθε καταρράκτη.
Υπάρχουν διάφορες είσοδοι για το φαράγγι, αν και η πιο δημοφιλής είναι στο χωριό Πλατάνια, όπου μετά την κατάβαση από σκαλοπάτια σκαλισμένα στα βράχια οι περιηγητές θα αντικρύσουν ένα μαγευτικό σκηνικό. Εκεί βρίσκεται ο πρώτος και πιο εντυπωσιακός από τους καταρράκτες της Νέδας με ύψος 50 m, το εκκλησάκι της Παναγίας που μοιάζει να ξεπηδά μέσα από το βράχο, ενώ λίγο ψηλότερα είναι η εσοχή όπου σύμφωνα με την παράδοση βρέθηκε η θαυματουργή εικόνα. Ακολουθώντας κανείς την ροή του ποταμού, περνά κάτω από το πέτρινο γεφύρι και φτάνει στον δεύτερο καταρράκτη.
Στο σημείο αυτό αξίζει τον κόπο να εξερευνήσει κανείς το Στόμιο, ένα σπήλαιο που διαρρέεται από τα νερά του ποταμού, στα 600 m μετά το πέτρινο γεφύρι. Με μήκος γύρω στα 100 m, αποτελεί ουσιαστικά ένα φυσικό τούνελ στο οποίο καταλήγουν με ορμή τα νερά της Νέδας, για να συνεχίσουν την πορεία τους στην άλλη πλευρά του προς τον παραπόταμο Πάμισσο. Στο εσωτερικό του Στομίου η απόκοσμη ατμόσφαιρα με τους σταλακτίτες, τις ελάχιστες ακτίνες του ήλιου, τον παφλασμό των υδάτων όπως πέφτουν από ψηλά, τις νυχτερίδες και τα αγριοπερίστερα που φωλιάζουν εκεί θα γεμίσουν με δέος όσους το επισκεφτούν, ενώ θα πρέπει να κολυμπήσουν για να το διαβούν. Δεν είναι τυχαίο ότι για τους αρχαίους Έλληνες το Στόμιο θεωρούνταν μία από τις εισόδους στον Άδη.
Για όσους συνεχίσουν, μετά από μισή ώρα πεζοπορίας θα συναντήσουν τον τρίτο καταρράκτη, ενώ λίγο μετά το φαράγγι “ανοίγει” και ο ποταμός περνά μέσα από ένα λιβάδι, έπειτα διασχίζει περιβόλια και καλλιέργειες, καταλήγοντας στο Ιόνιο πέλαγος.
Μόλις 15 χλμ νότια από τα PALM Apartments, στα σύνορα των νομών Ηλείας και Μεσσηνίας, υπάρχει η παραλία του Άι-Γιαννάκη. Πρόκειται για ένα πολύ όμορφο μέρος, με ένα μεγάλης έκτασης πευκοδάσος και αμμόλοφους, και (φυσικά) καταγάλανα νερά. Η μεγάλη του φήμη όμως οφείλεται στο ότι φιλοξενεί την δεύτερη σημαντικότερη περιοχή ωοτοκίας της χελώνας Caretta Caretta στην Μεσόγειο. Το γεγονός από μόνο του είναι ιδιαίτερα σημαντικό από οικολογικής άποψης, διότι από τα 7 είδη θαλάσσιων χελωνών στον κόσμο μόνο τα 3 απαντώνται τακτικά στη Μεσόγειο – κι από αυτά, η Caretta caretta είναι το μοναδικό που ωοτοκεί στην Ελλάδα.
Η αμμώδης αυτή παραλία του νότιου Κυπαρισσιακού κόλπου προσελκύει τις θηλυκές χελώνες που πρόκειται να γεννήσουν (οι αρσενικές χελώνες δεν επιστρέφουν σχεδόν ποτέ στη στεριά). Μια χελώνα ωοτοκεί κάθε 2-4 χρόνια. Βγαίνει στην άμμο, σκάβει μια φωλιά όπου γεννά γύρω στα 80-120 αυγά (κάτι που μπορεί να επαναληφθεί άλλες 2 ή 3 φορές στη διάρκεια του καλοκαιριού) και μετά μπαίνει πάλι στο νερό, αφήνοντάς τα να εκκολαφθούν.
Δύο μήνες αργότερα, τα χελωνάκια εκκολάπτονται και βγαίνουν από τη φωλιά τους μόνο το βράδυ. Το ένστικτό τους τα ωθεί στο να κινηθούν μόνα τους, χωρίς την καθοδήγηση μεγαλύτερων μελών, προς τη θάλασσα, την οποία βρίσκουν από την αντανάκλαση των αστεριών και του φεγγαριού πάνω στην επιφάνεια της. Η διαδικασία αυτή είναι πολύ σημαντική, διότι η ανάμνηση αυτής της πρώτης βόλτας επιτρέπει στους νεοσσούς να προσανατολιστούν ώστε να επιστρέψουν στο μέρος αργότερα σαν ενήλικα μέλη, καθότι οι χελώνες γεννούν πάντα στην ίδια παραλία όπου γεννήθηκαν και οι ίδιες.
Στην παραλία, ο περιβαλλοντικός σύλλογος Αρχέλων, στο κτίριο του παλαιού σταθμού του ΟΣΕ, έχει δημιουργήσει ένα κέντρο περιβαλλοντικής ευαισθητοποίησης, όπου λειτουργεί εκθεσιακός χώρος και παρέχονται όλες οι πληροφορίες για τις Caretta Caretta. Μέσα στο κτίριο λειτουργεί και ένας ειδικά διαμορφωμένος χώρος, όπου μπορεί σχηματικά κανείς να πληροφορηθεί πώς γεννιέται και μεγαλώνει μια χελώνα. Οι εθελοντές του συλλόγου παρακολουθούν όλη την έκταση της παραλίας του Άι-Γιαννάκη και προστατεύουν τις φωλιές.
Στα δυτικά της Πελοποννήσου, 25 km από τη Ζαχάρω, βρίσκεται ένα από τα πιο διάσημα μέρη όλου του κόσμου, μια τοποθεσία που δικαίως θεωρείται από τις κοιτίδες του σύγχρονου πολιτισμού, η αρχαία Ολυμπία. Αποτέλεσε το μεγαλύτερο θρησκευτικό κέντρο της αρχαίας Ελλάδας (μαζί με τους Δελφούς), αλλά η φήμη της πηγάζει κυρίως από το γεγονός ότι υπήρξε η γενέτειρα των Ολυμπιακών Αγώνων.
Πολλοί είναι οι μύθοι για το πώς έγινε η καθιέρωση των Αγώνων. Το πιθανότερο είναι ότι το 776 π.Χ διοργανώθηκε η πρώτη Ολυμπιάδα ως αποτέλεσμα μιας ειρηνευτικής συμφωνίας μεταξύ της Ηλείας και της Σπάρτης. Όποια όμως κι αν είναι η αλήθεια, αυτό που έχει σημασία είναι πως η Ολυμπία, μια μικρή πόλη σε μια σχετικά απομονωμένη πλευρά του ελλαδικού χώρου, γινόταν κάθε 4 χρόνια το κέντρο του τότε γνωστού κόσμου: χιλιάδες κόσμου συνέρρεαν για να παρακολουθήσουν τους αγώνες που συγκέντρωναν το άνθος των αθλητών από όλη την Ελλάδα. Ακόμη και μη Έλληνες επιτρεπόταν να παραστούν στους αγώνες, αλλά μόνο ως θεατές.
Ενδεικτικό της αίγλης που περιέβαλλε τους Αγώνες είναι το γεγονός πως στη διάρκειά τους επικρατούσε εκεχειρία μεταξύ όποιων πόλεων βρίσκονταν σε εμπόλεμη κατάσταση, η οποία γινόταν σεβαστή από όλους, κι ότι η χρονολόγηση των ετών για κάθε ελληνική πόλη-κράτος γινόταν με βάση τις Ολυμπιάδες.
Η Ολυμπία γνώρισε τη μεγαλύτερη ακμή της τον 4ο αιώνα π.Χ, οπότε και σημειώθηκε εκτεταμένη οικοδομική δραστηριότητα για τη βελτίωση των εγκαταστάσεων και τη δημιουργία χώρων στέγασης για τον διαρκώς αυξανόμενο αριθμό τόσο των αθλητών όσο και των επισκεπτών. Παρόλο που στη συνέχεια οι Αγώνες απώλεσαν την θρησκευτική τους σημασία και μετατράπηκαν σε αμιγώς αθλητικά γεγονότα, η ανοικοδόμηση του χώρου του Ιερού συνεχίστηκε τόσο από τον Φίλιππο τον Β’ της Μακεδονίας και τον γιο του, Αλέξανδρο τον Μέγα, όσο και κατά τους αιώνες που η Ελλάδα τελούσε υπό Ρωμαϊκή κυριαρχία. Τα ερείπια πολλών από αυτά τα οικοδομήματα σώζονται έως σήμερα: η ανασκαφή τους ξεκίνησε το 1829 από Γάλλους αρχαιολόγους, για να τους διαδεχθεί το Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο της Αθήνας που συνεχίζει τις εργασίες του μέχρι σήμερα – η πιο πρόσφατη προσπάθειά τους έχει ως στόχο την ανακάλυψη του χώρου όπου βρισκόταν ο Ιππόδρομος της πόλης.
Το Ιερό της Ολυμπίας εκτείνεται στους νότιους πρόποδες του δασωμένου λόφου του Κρονίου, ανάμεσα στην συμβολή του Αλφειού και του Κλαδέου ποταμού. Στην αρχαιότητα η κοιλάδα μεταξύ των δύο ποταμών ήταν κατάφυτη από αγριελιές, λεύκες, δρύες, πεύκα και πλατάνια, γι’ αυτό και το Ιερό ονομάστηκε Άλτις, δηλαδή άλσος. Η Άλτη περικλείεται από περίβολο εντός του οποίου βρίσκονται τα κυριότερα θρησκευτικά οικοδομήματα και αναθήματα του ιερού. Έξω από τον περίβολο βρίσκονταν οι βοηθητικοί χώροι, δηλαδή οι κατοικίες των ιερέων, τα λουτρά, οι χώροι προετοιμασίας των αθλητών, και οι ξενώνες.
Ο επισκέπτης σήμερα έχει την ευκαιρία να περιηγηθεί στον αρχαιολογικό χώρο της Ολυμπίας και να νιώσει αιώνες Ιστορίας να τον περιβάλλουν, όπου κι αν στρέψει το βλέμμα του. Επιβάλλεται μια επίσκεψη στο Στάδιο, το μήκος του οποίου (212,45 μέτρα) ο μύθος ήθελε να έχει οριστεί από τον ίδιο τον Ηρακλή, ίσο με 600 φορές το μήκος του πέλματός του. Αφού διασχίσει τη Στοά της Ηχούς (ονομάστηκε έτσι λόγω της τέλειας ακουστικής της) και περάσει από την είσοδο του Σταδίου (που προοριζόταν αποκλειστικά για τους αθλητές, τους Ελλανοδίκες και τους ήρωες), θα βρεθεί στο χώρο όπου τελούνταν οι Αγώνες και τους παρακολουθούσαν περίπου 45.000 θεατές.
Ανάμεσα στα μνημεία που μπορεί κανείς να θαυμάσει στην Αρχαία Ολυμπία περιλαμβάνονται:
Στο Μουσείο της Αρχαίας Ολυμπίας, ακριβώς απέναντι από τον αρχαιολογικό χώρο, υπάρχει μια λεπτομερής αναπαράσταση του χώρου του Ιερού στα χρόνια της ακμής του, καθώς και πληθώρα εντυπωσιακών εκθεμάτων. Ανάμεσα σε αυτά ξεχωρίζουν ο Ερμής του Πραξιτέλη, η Νίκη του Παιωνίου, το σύμπλεγμα του Δία με τον Γανυμήδη, αγάλματα από τα αετώματα και τις μετόπες του Ναού του Δία και η περικεφαλαία του Μιλτιάδη. Υπάρχει επίσης μεγάλος αριθμός αγγείων, ειδωλίων, κοσμημάτων, αντικειμένων που χρησιμοποιούσαν οι αθλητές, κ.α.
Σε απόσταση 45 km, σε υψόμετρο 1,130μ, υπάρχει ο ναός του Επικούρειου Απόλλωνα στις Βάσσες. Αφιερωμένος από τους κατοίκους της αρχαίας Φιγαλείας στον θεό Απόλλωνα, ως ευχαριστία επειδή τους απάλλαξε από μια επιδημία πανώλης, δεσπόζει πάνω στο Κωτίλιο, τμήμα του ορεινού όγκου του Λυκαίου, ιερού τόπου των αρχαίων Αρκάδων.
Πρόκειται για έναν από τους πιο επιβλητικούς ναούς της κλασσικής αρχαιότητας, που διασώζεται σε πάρα πολύ καλή κατάσταση. Είναι το πρώτο μνημείο που περιλήφθηκε στα Μνημεία Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO το 1986. Χτισμένος γύρω στο 420 – 400 π.Χ., αποδίδεται από τον αρχαίο περιηγητή Παυσανία στον Ικτίνο, αρχιτέκτονα του Παρθενώνα.
Πάνω στη θέση ενός παλαιότερου αρχαϊκού ναού, συνδυάζει με μοναδικό τρόπο στοιχεία της αρχαϊκής και της κλασσικής τεχνοτροπίας. Είναι δωρικός περίπτερος, με διαστάσεις 14,48 x 38,24μ (στο επίπεδο του στυλοβάτη), όμως στην πραγματικότητα σε αυτόν συνυπάρχουν και οι τρεις αρχιτεκτονικοί ρυθμοί: ιωνικός, δωρικός και κορινθιακός. Χαρακτηριστικό είναι πως η κιονοστοιχία του έφερε το πρώτο καταγεγραμμένο στην ιστορία της αρχιτεκτονικής κορινθιακό κιονόκρανο. Ο ναός έχει έναν ιδιαίτερο προσανατολισμό (Βορράς - Νότος), που φαίνεται να υπαγορεύθηκε από τις τοπικές λατρευτικές παραδόσεις, ενώ η αναλογία κιόνων 6x15 (σε αντίθεση με την 6x13 που επικρατούσε εκείνη την εποχή) ακολουθεί το πρότυπο του ναού του Απόλλωνα στους Δελφούς.
Η ζωφόρος του, που από το 1814 βρίσκεται στο Βρετανικό Μουσείο, είχε μήκος 31 μ. και περιέτρεχε και τις 4 πλευρές του ναού. Είναι διακοσμημένη με σκηνές Αμαζονομαχιών (Αθηναίοι - Αμαζόνες) και Κενταυρομαχίες (Κένταυροι - Λαπίθες). Γλύπτης της ζωφόρου ίσως ήταν ο Παιώνιος, που φιλοτέχνησε στην Ολυμπία το περίφημο άγαλμα της Νίκης.
Το υλικό κατασκευής του είναι τοπικός ασβεστόλιθος. Εξαιτίας της έκθεσης του στις ιδιαίτερες κλιματολογικές συνθήκες της περιοχής, του σαθρού εδάφους πάνω στον οποίο είναι κτισμένος και της ανθρώπινης παρέμβασης στη διάρκεια των αιώνων, ο ναός σήμερα καλύπτεται από πλαστικό στέγαστρο, το οποίο θα παραμείνει μέχρι να ολοκληρωθούν οι εργασίες αποκατάστασης του μνημείου.
Στα βόρεια της λίμνης Καϊάφα εκτείνεται ο αρχαιολογικός χώρος του Κάτω Σαμικού και ταυτίζεται ενδεχομένως με αρχαία πόλη που έλαβε διαδοχικά τις ονομασίες Μάκιστος, Αρήνη και τέλος Σαμία. Βρίσκεται σε στρατηγική θέση, καθώς κυριαρχεί στην εύφορη πεδιάδα του Σαμικού και δεσπόζει στο δρόμο που ένωνε κατά την αρχαιότητα την Βορειοδυτική Πελοπόννησο με την Ηλειακή Τριφυλία και τη δυτική Μεσσηνία, γι’ αυτό κι αργότερα ονομάστηκε από τους ντόπιους «Κλειδί». Σύμφωνα με την παράδοση, η πόλη χτίστηκε στα προομηρικά χρόνια από τον Νηλέα, τον πατέρα του βασιλιά της Πύλου, Νέστορα. Αποτέλεσε κέντρο της πρώτης ομοσπονδίας πόλεων, της Μινυακής εξάπολης, στην οποία ανήκε και «το Αίπυ το καλοχτισμένο» που ο Όμηρος αναφέρει ότι πήρε μέρος στην Τρωϊκή εκστρατεία.
Ο αρχαιολογικός χώρος περιλαμβάνει προϊστορική και κλασική ακρόπολη. Η προϊστορική ακρόπολη βρίσκεται στον βραχώδη λόφο του Κλειδιού, σε υψόμετρο 180μ. Περιβάλλεται από κυκλώπεια τείχη, που ήρθαν στο φως το 1908. Νεότερες ανασκαφές το 1954 αποκάλυψαν έναν τύμβο με τάφους, στον οποίο βρέθηκαν αγγεία μεσοελλαδικών και μυκηναϊκών χρόνων, ενώ αποτέλεσμα πιο πρόσφατων ανασκαφών στη δεκαετία του ’80 ήταν 4 ακόμη τύμβοι κι ένας θολωτός τάφος, που θεωρείται ότι δείχνει πως οι Μυκηναίοι δημιουργοί του ανήκαν στην ίδια φυλή με τους Μεσοελλαδίτες.
Στην κλασσική ακρόπολη, στις δυτικές παραφυάδες του όρους Λαπίθα, διασώζεται σε μεγάλο βαθμό ισχυρό τείχος συνολικού μήκους 1500μ. και σχήματος ακανόνιστου τραπεζίου. Τέσσερεις πυλίδες ανοίγονται σε αυτό, ενώ εξωτερικά του βρίσκονται μεγάλοι ορθογώνιοι πύργοι, μέγιστου σωζόμενου ύψους 5μ. περίπου. Στο εσωτερικό του τείχους εντοπίζονται τα ερείπια πολλών κτιρίων, ενώ πρόσφατα αποκαλύφθηκε ένα μεγάλων διαστάσεων, στενόμακρο και στηριγμένο σε κίονες οικοδόμημα, πιθανώς δημοσίου χαρακτήρα.
Στην περιοχή λατρευόταν ο θεός Ποσειδώνας, προς τιμήν του οποίου υπήρχε ιερό άλσος, το σαμιακό Ποσείδιον. Πιθανότατα αυτή ήταν και η αιτία που ώθησε τον αρχαίο γεωγράφο Στράβωνα να διατυπώσει την άποψη ότι η τοποθεσία της Σαμίας ήταν η Πύλος του Νέστορα: στην δική της παραλία αποβιβάστηκε ο Τηλέμαχος, προερχόμενος από την Ιθάκη και βρήκε τους Πυλίους να θυσιάζουν ολόμαυρους ταύρους στο ιερό του Ποσειδώνα.
Το αρχαίο Λέπρεο ήταν πόλη της νότιας Ηλειακής Τριφυλίας, στα υψώματα των δυτικών απολήξεων του όρους Μίνθη, πάνω από τη σημερινή ομώνυμη κοινότητα. Ο Ηρόδοτος την εντάσσει στην εξάπολη που ίδρυσαν οι Μινύες στην Τριφυλία, στην οποία, σύμφωνα με τον Καλλίμαχο, κατοικούσαν έως τότε Καύκωνες. Ως μυθικός ιδρυτής της πόλης θεωρείται ο Λέπρεος, γιος του Πυργέα, ο οποίος προκλήθηκε από τον Ηρακλή σε τριπλό διαγωνισμό: να ρίξουν δίσκο, να πιουν νερό με τους κάδους και να φάει ο καθένας τους ένα ολόκληρο βόδι. Ο ήρωας κέρδισε στις δύο πρώτες δύο δοκιμασίες, ενώ ο Λέπρεος στην τρίτη. Μεθυσμένος από τη νίκη του, ο Λέπρεος προκάλεσε τον Ηρακλή σε μονομαχία, όπου και σκοτώθηκε.
Η πόλη έχει διάρκεια ζωής από την προϊστορική έως τη βυζαντινή εποχή, με ιδιαίτερη ακμή κατά την κλασική και την ελληνιστική περίοδο, οπότε και έγινε πρωτεύουσα της Τριφυλίας. Σύμφωνα με το Στράβωνα, το Λέπρεο ήταν "ευδαίμων χώρα", καθώς ήλεγχε την πιο εύφορη κοιλάδα της Τριφυλίας, το Αιπάσιον πεδίον, βρισκόταν κοντά στον ποταμό Νέδα (που εκείνη την εποχή ήταν πλωτός) και στη θάλασσα, ενώ τα βουνά που την περιέκλειαν της εξασφάλιζαν ήπιο κλίμα.
Ο χώρος του Λεπρέου φαίνεται πως κατοικήθηκε από τη νεολιθική ήδη εποχή. Ο προϊστορικός οικισμός, απ’ τον οποίο έχει ανασκαφεί ακρόπολη σε φυσικά οχυρή θέση, εκμεταλλευόταν τους φυσικούς πόρους της περιοχής και είχε σχέσεις με το Αιγαίο. Βρέθηκαν κτίσματα σε έκταση 5000 τ.μ. και λείψανα πλακόστρωτου που ανήκουν προφανώς σε δρόμο.
Η ακρόπολη της κλασικής και ελληνιστικής εποχής καταλαμβάνει ύψωμα στα βόρεια του σημερινού χωριού, με εντυπωσιακή θέα προς τον Κυπαρισσιακό κόλπο. Η οχύρωσή της σώζεται σε πολύ καλή κατάσταση και μαρτυρεί την ακμή της πόλης κατά τις περιόδους αυτές. Είναι κτισμένη με εξαιρετική επιμέλεια και εφοδιασμένη με τετράγωνους πύργους, ενώ στο εσωτερικό της διατηρούνται λείψανα οικοδομημάτων, ένας μεγάλος βωμός, καθώς και ο κλασικός δωρικός περίπτερος ναός που αποδίδεται στη Δήμητρα, σύμφωνα με τη μαρτυρία του Παυσανία.
Το Λέπρεο διαδραμάτισε ηγετικό ρόλο ανάμεσα στις πόλεις της αρχαίας Τριφυλίας, καθώς ήλεγχε τους δρόμους που συνέδεαν την Ηλεία, τη Μεσσηνία και την Αρκαδία. Υπήρξε η κύρια δύναμη αντίστασης της Τριφυλίας έναντι των πιέσεων των γειτόνων της, των Μεσσήνιων, των Αρκάδων και κυρίως των Ηλείων, των οποίων υπήρξαν οι σκληρότεροι αντίπαλοι. Η διεκδίκηση του Λεπρέου από τους Ηλείους, τους οδήγησε στην ανοικτή σύγκρουση με τους Σπαρτιάτες, οι οποίοι στα τέλη του 5ου αιώνα π.Χ εισέβαλαν και ερήμωσαν την Ηλεία. 200 Λεπρεάτες πολέμησαν στις Πλαταιές και τα ονόματα τους είχαν χαραχθεί στο άγαλμα του Δία στην Ολυμπία αλλά και στον τρίποδα των Δελφών.
Αν και σε παρακμή, η πόλη του Λεπρέου σωζόταν τουλάχιστον μέχρι το 170 μ.Χ., την εποχή του Παυσανία. Φαίνεται πως υπήρχε επίσης κατά τη βυζαντινή εποχή, ενώ κατά την επικρατέστερη άποψη ερημώθηκε μετά τις πειρατικές και βαρβαρικές επιδρομές, το 800-1000 μ.Χ.